- ὀμφαλιστήρ
- ὀμφαλιστήρknife to cut the navel-stringmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομφαλιστήρ — ὀμφαλιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) εργαλείο για την αποκοπή τού ομφάλιου λώρου τών βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὀμφαλίζω (πρβλ. βραχιονισ τήρ)] … Dictionary of Greek
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek